- σολοικοειδής
- σολοικοειδής, ές,A solecistic, Serv.Dan.ad Verg.A.10.10, Eust.1752.43:—also [suff] σολοικ-ώδης, ες, Gal.16.511.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σολοικοειδής — ές, ΜΑ αυτός που φαίνεται σόλοικος. επίρρ... σολοικοειδῶς Α με σόλοικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + ειδής] … Dictionary of Greek
σολοικοειδῆ — σολοικοειδής solecistic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σολοικοειδής solecistic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σολοικοειδής solecistic masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοειδές — σολοικοειδής solecistic masc/fem voc sg σολοικοειδής solecistic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοειδῶς — σολοικοειδής solecistic adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
σολοικώδης — ῶδες, Α [σόλοικος] σολοικοειδής* … Dictionary of Greek